-
1 заполнять
1. (наполнять) γεμίζω, πληρώ 2. (вписывать) συμπληρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заполнять
-
2 бланк
το έντυπ/οРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бланк
-
3 анкета
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анкета
-
4 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
5 анкета
-ы θ.ερωτηματολόγιο•заполнять -у συμπληρώνω ερωτηματολόγιο.